Πολύς θόρυβος έγινε για την απελευθέρωση, πριν λίγες μέρες, 52।000 μινκ από δύο εκτροφεία στην περιοχή της Καστοριάς και της Σιάτιστας। Ακούστηκαν επιχειρήματα για την οικονομική καταστροφή των επιχειρηματιών, για διατάραξη του ντόπιου οικοσυστήματος (που οι ίδιοι οι άνθρωποι έχουμε διαταράξει, ίσως ανεπανόρθωτα, με την ασυλλόγιστη δράση μας απέναντι στο περιβάλλον και την ίδια τη ζωή), για καταδίκη σε θάνατο(!) από ασιτία και άλλες αιτίες των άτυχων ζώων –ποιων; των ζώων που προορίζονταν πολύ σύντομα για εκδορά και φριχτή θανάτωση– για αντι-οικολογική, ανεύθυνη και αντικοινωνική συμπεριφορά κλπ। Μάλιστα υπήρξαν ανακοινώσεις και από τοπικές οικολογικές πολιτικές κινήσεις που απεκδύονται κάθε είδους ευθύνης, καταδικάζοντας την απελευθέρωση των μινκ ως πλήγμα στην τοπική οικονομία και το οικοσύστημα της περιοχής, κάνοντας λόγο για «τυφλές και παράνομες απελευθερώσεις γουνοφόρων».
Ωστόσο νομίζω ότι μας διαφεύγει, πάνω απ’ όλα, η πιο ουσιαστική πλευρά του ζητήματος που δεν είναι άλλη από την πολιτική του διάσταση. Γιατί στην πραγματικότητα, τα 52.000 απελευθερωθέντα μινκ δεν ήταν παρά αιχμάλωτοι πολέμου, ενός ακήρυκτου καθημερινού πολέμου ανάμεσα σε εκείνα τα ανθρώπινα ζώα (το εννοώ με την κυριολεκτική σημασία) που θεωρούν το είδος μας επικυρίαρχο και με πλήρη ιδιοκτησιακά δικαιώματα εκμετάλλευσης πάνω στη φύση και τα υπόλοιπα μη ανθρώπινα ζώα – μια στρεβλή αντίληψη που βρίσκεται στη βάση ακριβώς της σημερινής παγκόσμιας οικολογικής, και όχι μόνο, κρίσης– και στα υπόλοιπα μη ανθρώπινα ζώα με τα οποία μοιραζόμαστε, προς μεγάλη τους ατυχία, τον πλανήτη μας. Ενός πολέμου με θύτες και θύματα, με σφαγές αμάχων και νηπίων (το κυνήγι και η εξόντωση με ρόπαλα των μωρών της φώκιας το πιο γνωστό παράδειγμα), με καθημερινούς ποταμούς αίματος στα σφαγεία και τα εκδοροσφαγεία του «πολιτισμένου» μας κόσμου.
Παρένθεση: πόσο με εντυπωσιάζει κάθε φορά που διαβάζω για τον αποτροπιασμό «φιλόζωων» και γενικά ευαίσθητων συμπολιτών μας για περιστατικά όπως η πρόσφατη ομαδική δηλητηρίαση-δολοφονία αδέσποτων σκυλιών και γατιών στα Χανιά και αλλού (αμέτρητες, δυστυχώς, οι περιπτώσεις στη χώρα μας) ή για τις από τηλεοράσεως προβαλλόμενες θηριωδίες κατά των άλλων όντων του πλανήτη – κυνήγι των φαλαινών, ετήσια σφαγή των δελφινιών στα Νησιά Φερόε, το πρόσφατο πνίξιμο σε ποτάμι της Βοσνίας 6 κουταβιών από μια έφηβη που βιντεοσκόπησε το κατόρθωμά της κλπ… Κι όμως οι ίδιοι κλείνουν τα μάτια στην εξόντωση με οδυνηρό τρόπο (πολλές φορές τα γδέρνουν μισο-ζωντανά, με πλήρεις τις αισθήσεις τους) χιλιάδων γουνοφόρων ζώων που ζουν μια σύντομη, φρικτή ζωή αιχμαλωσίας στα όσα εκτροφεία έχουν απομείνει στη χώρα μας κι αλλού (ευτυχώς, η μείωση στη ζήτηση της γούνας τα τελευταία χρόνια, που οφείλεται στους αγώνες δεκαετιών των μαχητών για τα δικαιώματα των ζώων και την ολοένα αυξανόμενη περιβαλλοντική συνειδητοποίηση, έχει οδηγήσει στη συρρίκνωση αλλά όχι στην οριστική εξάλειψη αυτής της αποτρόπαιης επιχειρηματικής δραστηριότητας).
Επανέρχομαι: η πρόσφατη απελευθέρωση των δύστυχων μινκ στη Βόρεια Ελλάδα είναι στην ουσία της μια καθαρά πολιτική πράξη. Πρόκειται για πολιτικό μαχητικό ακτιβισμό, όπως η απελευθέρωση αιχμαλώτων πολέμου από στρατόπεδα συγκέντρωσης, ή η απελευθέρωση σκλάβων στον αμερικανικό νότο πριν την κατάργηση της δουλείας – πράξεις εξίσου παράνομες στην εποχή τους και στο συγκεκριμένο κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο όπου τελέστηκαν.
Δεν πρόκειται λοιπόν για έγκλημα κατά της ιδιοκτησίας, όπως παρουσιάζεται από τη μεριά των επιχειρηματικών συμφερόντων και μερίδας των ΜΜΕ που τα υπηρετεί (ή ακόμη και από άγνοια και αδιαφορία για τις πραγματικές διαστάσεις του ζητήματος) αλλά για πράξη υπεράσπισης του πιο σημαντικού δικαιώματος: του δικαιώματος στη ζωή του κάθε όντος. Σαν τέτοια οφείλει να την κρίνει ο οποιοσδήποτε – και πολύ περισσότερο όποιος θέλει να λογίζει εαυτόν Πράσινο και Αριστερό.
Το επιχείρημα ότι απελευθερώνοντάς τα, οι πολιτικοί ακτιβιστές τα οδήγησαν σε σίγουρο θάνατο, λόγω της αδυναμίας των ζώων να επιβιώσουν σε ένα άξενο γι’ αυτά οικοσύστημα, είναι κενό και εκ του πονηρού. Αν τα άφηναν δηλαδή να σφαγούν και να γίνουν αντικείμενο στυγνής οικονομικής εκμετάλλευσης από τους επιχειρηματίες, θα ήταν καλύτερα; Τουλάχιστον τους χάρισαν μια ψευδαίσθηση ελεύθερης ζωής, έστω και για λίγο. Και το σημαντικότερο: επέφεραν βαρύτατο οικονομικό πλήγμα στον εχθρό –έχουμε πόλεμο, μην τον ξεχνάμε–, καθιστώντας τον πιθανότατα ανίκανο να συνεχίσει την «ευγενή» επιχειρηματική του δραστηριότητα της θανάτωσης και εκδοράς αθώων πλασμάτων που το μόνο τους έγκλημα είναι ότι γεννήθηκαν με γούνα.
Μακάρι να ζούσαμε σε έναν κόσμο όπου κανείς δεν θα αγόραζε γούνες, όπου κανείς δεν θα ζητούσε προϊόντα που είναι απόρροια βασανισμού και, εξευτελιστικής της περισσότερες φορές, θανάτωσης άλλων πλασμάτων που μαζί τους μοιραζόμαστε τον πλανήτη μας. (Σκεφτείτε, αλήθεια, να έγδερναν το σκυλάκι σας ή τη γάτα σας για να πάρουν τη γούνα του ή για να τα μαγειρέψουν στο φούρνο – μην χασκογελάτε, στην Κίνα είναι γνωστά delicatessen, πράγμα που αποδεικνύει ότι είναι απλά και μόνο θέμα κοινωνικών ταμπού και συγκυριακών αντιλήψεων της κάθε κοινωνίας). Όμως δυστυχώς, αυτός ο κόσμος φαίνεται πως αργεί ακόμη.
Μέχρι τότε, πράξεις όπως αυτή της απελευθέρωσης των αιχμάλωτων, καταδικασμένων σε οδυνηρό θάνατο μινκ, πρέπει να αντιμετωπίζονται ως πράξεις πολιτικές, απέναντι στις οποίες καλούμαστε να πάρουμε ο καθένας θέση.Προσωπικά, χαιρετίζω κάθε πολιτικό ακτιβισμό που είναι υπέρ της ζωής στην όποια της μορφή, όσο παράνομος κι αν κρίνεται με καθεστωτικά, συγκυριακά κριτήρια και νόμους, με τη βεβαιότητα ότι ο κόσμος θα αλλάξει μόνο αν αλλάξουμε κι εμείς οι ίδιοι – πράγμα που ισχύει και με το παραπάνω για την Αριστερά μας για την οποία θέλουμε να είμαστε υπερήφανοι.
Θέμης Δημητρακόπουλος
Μέλος της Πανελλαδικής Πολιτικής Επιτροπής της Δημοκρατικής Αριστεράς
Αναδημοσίευση